ΔΑΡΚΕΙΑ: 00:11.20
Ο Μύθος
“Το Φως της ζωής πρέπει τώρα να λάμψει μέσα στον σκοτεινό κόσμο”, δήλωσε ο Mεγάλος Προεστός.
Ο Δάσκαλος κατάλαβε.
“Ο υιός του ανθρώπου, που είναι και Υιός του Θεού πρέπει να περάσει από τη δέκατη Πύλη”, είπε. “Αυτή την ώρα ο Ηρακλής πρέπει να τολμήσει.”
Όταν ο Ηρακλής στάθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με εκείνον που ήταν οδηγός του, ο τελευταίος μίλησε:
“Αψήφησες χίλιους κινδύνους, Ηρακλή και έχεις να πετύχεις πολλά.
Η Σοφία και η Δύναμη σου ανήκουν.
Θα τις χρησιμοποιήσεις άραγε για να σώσεις κάποιον από την αγωνία, ένα θύμα μιας πελώριας και αδιάλειπτης οδύνης;”
είπε ο Δάσκαλος αγγίζοντας ευγενικά το μέτωπο του Ηρακλή.
Στον εσώτερο οφθαλμό του τελευταίου ανέτειλε ένα όραμα.
Ένας άνθρωπος είναι ξαπλωμένος σ’ ένα βράχο και βογκάει σαν ετοιμοθάνατος..
Τα χέρια και τα πόδια του είναι δεμένα.
Οι βαριές αλυσίδες που τον δεσμεύουν, συγκρατούνται με σιδερένιους κρίκους.
Ένας άγριος και φοβερός γύπας κτυπάει με το ράμφος το συκώτι του εξαντλημένου θύματός του. Ένα ρυάκι αίμα τρέχει από τα πλευρά του.
Ο άνθρωπος σήκωσε τα, δεμένα με χειροπέδες, χέρια του και ζήταγε βοήθεια.
Μάταια, όμως, τα λόγια του αντηχούσαν στην ερημιά, τα έπαιρνε ο άνεμος.
Το όραμα έσβησε.
Ο Ηρακλής στεκόταν όπως και πριν, στο πλευρό του οδηγού του.
Είπε ο Δάσκαλος:
“Ο αλυσοδεμένος που είδες ονομάζεται Προμηθέας”.
“Για χρόνια υποφέρει έτσι και ακόμη δεν μπορεί να πεθάνει, γιατί είναι αθάνατος.
Έκλεψε το Πυρ από τον ουρανό, γι’ αυτό τιμωρήθηκε.
Ο τόπος της κατοικίας του είναι γνωστός σαν Κόλαση, η περιοχή του Άδη.
Ηρακλή, σου ζητούμε να γίνεις του Προμηθέα ο σωτήρας.
Κατέβα κάτω στα βάθη και εκεί πάνω στα εξωτερικά πεδία, ελευθέρωσέ τον από τα δεινά του.”
Αφού άκουσε και κατάλαβε, ο υιός του ανθρώπου που ήταν και Υιός του Θεού, αναχώρησε για την έρευνά του και πέρασε από τη Δέκατη Πύλη.
Προς τα κάτω και πάντα προς τα κάτω, ταξίδευε, προς τους κόσμους τους δεμένους από τη μορφή.
Η ατμόσφαιρα γινόταν αποπνικτική, το σκοτάδι όλο και πιο βαθύ.
Η θέλησή του όμως ήταν ακλόνητη.
Η κρημνώδης αυτή κάθοδος συνεχίστηκε για πολύ.
Περιπλανιόταν μόνος, αλλά όχι εντελώς μόνος, γιατί όταν έψαχνε, μέσα του άκουγε - την αργυρόηχη φωνή της Αθηνάς, της Θεάς της Σοφίας και
- τα ενθαρρυντικά λόγια του Ερμή.
Τέλος έφτασε σ’ εκείνο το σκοτεινό και δηλητηριώδη ποταμό, που λέγεται Στυγξ, έναν ποταμό που πρέπει να διαβούν οι ψυχές των νεκρών.
Ένας οβολός, μια δεκάρα, έπρεπε να πληρωθεί στον Χάροντα, τον πορθμέα, για να τις μεταφέρει στην άλλη πλευρά.
Ο μελαγχολικός επισκέπτης από τη Γη φοβέρισε τον Χάροντα που ξεχνώντας την αμοιβή, πέρασε τον ξένο στην άλλη πλευρά.
Ο Ηρακλής μπήκε τέλος στον Άδη, μια
- σκοτεινή και
- ομιχλώδη
περιοχή όπου οι σκιές ή να πούμε καλύτερα, τα κελύφη εκείνων που είχαν αποχωρήσει, φτερούγιζαν τριγύρω.
Όταν ο Ηρακλής διέκρινε τη Μέδουσα, με τα μαλλιά της τυλιγμένα από φίδια που σφύριζαν, άρπαξε το σπαθί του και της το έμπηξε, αλλά κτύπησε μόνο τον κενό αέρα.
Μέσα από λαβυρινθώδεις ατραπούς συνέχισε το δρόμο του, ώσπου έφτασε στην αυλή του βασιλιά που κυβερνούσε τον κάτω κόσμο, τον Άδη.
Ο βασιλιάς, βλοσυρός και αυστηρός, με απειλητικό ύφος, καθόταν αλύγιστος στο θρόνο του, καθώς ο Ηρακλής πλησίαζε.
“Τι ζητάς εσύ, ένας ζωντανός θνητός, στα βασίλειά μου;” ρώτησε ο Άδης.
Ο Ηρακλής είπε, “Ζητώ να ελευθερώσω τον Προμηθέα”.
“Η ατραπός φρουρείται από το τέρας Κέρβερο, ένα σκύλο με τρία μεγάλα κεφάλια, σε καθένα από τα οποία είναι τυλιγμένα φίδια”, απάντησε ο Άδης.
“Αν μπορέσεις να τον νικήσεις με γυμνά χέρια, ένα κατόρθωμα που κανένας δεν έκανε ως τώρα, θα μπορέσεις ν’ απελευθερώσεις τον Προμηθέα, που υποφέρει.”
Ικανοποιημένος απ’ αυτή την απάντηση, ο Ηρακλής προχώρησε.
Αμέσως είδε τον τρικέφαλο σκύλο και άκουσε το διαπεραστικό του γαύγισμα.
Ο σκύλος ουρλιάζοντας, πήδηξε πάνω του.
Ο Ηρακλής αρπάζοντας τον πρώτο λαιμό του Κέρβερου, τον κράτησε με τη σαν μέγγενη λαβή του.
Το τέρας ωθούμενο από μια άγρια λύσσα, κτυπιόταν δεξιά και αριστερά.
Επιτέλους η δύναμή του κόπασε και ο Ηρακλής κυριάρχησε.
Αφού έγινε αυτό, ο Ηρακλής προχώρησε και βρήκε τον Προμηθέα, που ήταν πάνω σε μια πέτρινη πλάκα, αγωνιώντας από πόνο.
Γρήγορα ο Ηρακλής έσπασε τις αλυσίδες και τον ελευθέρωσε από τα δεινά του.
Ανιχνεύοντας τα βήματά του ο Ηρακλής γύρισε πίσω όπως είχε έρθει.
Όταν άλλη μια φορά έφτασε στον κόσμο των ζωντανών πραγμάτων, βρήκε εκεί τον Δάσκαλό του.
“Τώρα το Φως λάμπει μέσα στον κόσμο του σκότους”, είπε ο Δάσκαλος.
“Ο άθλος πραγματοποιήθηκε. Αναπαύσου τώρα, Υιέ μου.”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου