ΔΑΡΚΕΙΑ: 00:10.00
Ο Μύθος
Ο Μεγάλος Προεστός, περιβεβλημένος με ακτινοβόλο γαλήνη, είπε μια μόνο λέξη.
Ο Δάσκαλος άκουσε την χρυσή εντολή και κάλεσε τον Ηρακλή, τον Yιό του Θεού που ήταν επίσης και υιός του ανθρώπου.
“ Τώρα το φως λάμπει στην όγδοη Πύλη”, είπε ο Δάσκαλος.
“Στο αρχαίο Άργος έπεσε ανομβρία.
Η Αμυμώνη ικέτευσε τη βοήθεια του Ποσειδώνα.
Ο Ποσειδώνας τη διέταξε να κτυπήσει ένα βράχο και όταν το έκανε, ανάβλυσαν τρία κρυστάλλινα ρυάκια. Ευθύς όμως μια ύδρα έκανε εκεί τη φωλιά της.”
“Δίπλα στον ποταμό Αμυμώνη είναι το γεμάτο πύον τέλμα της Λέρνας.
Μέσα σε αυτό το αηδιαστικό έλος βρίσκεται το τέρας ύδρα, λοιμός για την ύπαιθρο.
Εννιά κεφάλια έχει αυτό το τέρας και το ένα είναι αθάνατο.
Ετοιμάσου να πολεμήσεις μ’ αυτό το αηδιαστικό θηρίο.
Μη νομίσεις ότι θα εξυπηρετήσουν κοινά μέσα.
Καταστρέφεις ένα κεφάλι, δύο φυτρώνουν αμέσως.”
Ο Ηρακλής, περίμενε με προσδοκία.
“Μια συμβουλή μόνο θα σου δώσω”, είπε ο Δάσκαλος.
“- Σηκωνόμαστε γονατίζοντας
- Νικάμε παραδιδόμενοι
- Αποκτάμε εγκαταλείποντας.
Προχώρα, Υιέ του Θεού και Υιέ του ανθρώπου και νίκησε.”
Έπειτα ο Ηρακλής πέρασε μέσα από την Όγδοη Πύλη.
Το λιμνάζον έλος της Λέρνας ήταν μια κηλίδα που τρόμαζε όλους όσους έφταναν στα όριά της. Η δυσωδία της μόλυνε την ατμόσφαιρα σε απόσταση επτά μιλίων.
Όταν ο Ηρακλής πλησίασε, έπρεπε να σταματήσει, γιατί η οσμή και μόνο, τον κατέβαλε.
Ο λασπωμένος βόρβορος, που πηγαινοερχόταν, ήταν επικίνδυνος, και πολλές φορές ο Ηρακλής τράβηξε απότομα τα πόδια του, για να μη βουλιάξει στη γη που υποχωρούσε.
Τελικά, βρήκε τη φωλιά του τερατώδους αυτού θηρίου.
Μέσα σε μια σπηλιά με διαρκές σκοτάδι κρυβόταν η ύδρα.
Μέρα και νύχτα ο Ηρακλής παραμόνευε στον απατηλό ύπουλο Βάλτο, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή, που το θηρίο θα εξορμούσε.
Μάταια παραφύλαγε, το τέρας παρέμενε μέσα στο δύσοσμο άντρο του.
Καταφεύγοντας σ’ ένα τέχνασμα, ο Ηρακλής βύθισε τα βέλη του σε καυτή πίσσα και τα έριξε βροχηδόν, κατευθείαν στο άνοιγμα της σπηλιάς όπου κατοικούσε το αποτρόπαιο θηρίο.
Φασαρία και ταραχή ακολούθησαν.
Η ύδρα με τα εννιά κεφάλια της που πετούσαν φλόγες, πρόβαλε.
Η φολιδωτή ουρά της μαστίγωνε με μανία τα νερά και τη λάσπη, πιτσιλίζοντας τον Ηρακλή.
Τρεις οργιές ψηλά στάθηκε το τέρας, ένα πανάσχημο πράγμα που φαινόταν σαν να είχε γίνει από όλες τις ρυπαρές σκέψεις που υπάρχουν από τότε που άρχισε ο χρόνος.
Η ύδρα πήδηξε προς τον Ηρακλή και προσπάθησε να τυλιχτεί γύρω στα πόδια του.
Ο Ηρακλής έκανε ένα βήμα στο πλάι και κατάφερε ένα τόσο συντριπτικό κτύπημα, ώστε ένα από τα κεφάλια της κόπηκε αμέσως.
Προτού ακόμη πέσει το τρομακτικό αυτό κεφάλι στο έλος, φύτρωσαν δύο στη θέση του.
Ξανά και ξανά ο Ηρακλής επιτέθηκε στο λυσσασμένο τέρας, αλλά αυτό γινόταν δυνατότερο, χωρίς να εξασθενίζει μετά από κάθε έφοδο.
Έπειτα ο Ηρακλής θυμήθηκε ό,τι του είχε πει ο Δάσκαλός του,
“Σηκωνόμαστε γονατίζοντας”.
Πετώντας δίπλα το ρόπαλό του, ο Ηρακλής γονάτισε, άρπαξε την Ύδρα με τα γυμνά του χέρια και τη σήκωσε ψηλά.
Όσο ήταν κρεμασμένη στον αέρα, η δύναμή της μειωνόταν.
Έπειτα κρατούσε την ύδρα μπροστά του ψηλά για να μπορέσει
- ο καθαρός αέρας και
- το φως να
φέρουν το αναγκαίο αποτέλεσμα.
Το τέρας,
δυνατό στο σκοτάδι και την ελώδη λάσπη,
έχασε τη δύναμή του ευθύς όταν οι ακτίνες του ηλίου έπεσαν πάνω του και ήρθε σε επαφή με τον αέρα.
Πάλευε σπασμωδικά και ένα ρίγος διαπερνούσε τον αηδιαστικό σκελετό του.
Όσο προχωρούσε ο αγώνας η ύδρα αδυνάτιζε, μέχρις ότου η νίκη κερδήθηκε από τον Ηρακλή.
Τα εννιά κεφάλια έσκυψαν και έπειτα με λαχανιασμένο στόμα και γυάλινα μάτια έπεσαν προς τα εμπρός.
Μόνο όμως όταν έπεσαν χωρίς ζωή πια, ο Ηρακλής ξεχώρισε το μυστικό κεφάλι που ήταν αθάνατο.
Τότε ο Ηρακλής έκοψε το αθάνατο κεφάλι της ύδρας και το έθαψε κάτω από ένα βράχο, ενώ ακόμη και κάτω από το βράχο σφύριζε άγρια.
Επιστρέφοντας ο Ηρακλής, στάθηκε μπροστά στο Δάσκαλό του.
Ο Δάσκαλος είπε:“Η νίκη κερδήθηκε”.
“Το Φως που λάμπει στην όγδοη Πύλη, τώρα έσμιξε με το δικό σου.”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου