ΔΑΡΚΕΙΑ: 00:10.20
Ο Μύθος
Στην ιερή Αίθουσα Συμβουλίου ο Mεγάλος Προεστός αποκάλυψε στο Δάσκαλο τη Θέλησή του για Εκείνο που πρέπει να γίνει.
“Χαμένος είναι και βρέθηκε.
Νεκρός, αλλά πάλλεται από Ζωή.
Ο εξυπηρετητής γίνεται ο Σωτήρας και επιστρέφει στην κατοικία του.”
Ο Δάσκαλος σκέφτηκε βαθιά, έπειτα κάλεσε τον Ηρακλή.
“ Τώρα στέκεσαι μπροστά από την τελευταία Πύλη”, είπε ο Δάσκαλος.
“Ένας άθλος απομένει πριν
- συμπληρωθεί ο κύκλος και
- επιτευχθεί απελευθέρωση.
Προχώρησε στο σκοτεινό τόπο που ονομάζεται Ερύθεια, όπου
- είναι θρονιασμένη η Μεγάλη Πλάνη και
- ο Γηρυόνης, το τέρας με τα τρία κεφάλια, τα τρία σώματα και τα έξι χέρια είναι κύριος και βασιλιάς.
Παράνομα κρατά ένα κοπάδι από σκουροκόκκινα βόδια.
Το κοπάδι αυτό πρέπει να το οδηγήσεις από την Ερύθεια στην Ιερή μας Πόλη.
Πρόσεχε τον Ευρυτίωνα, το βοσκό και το δικέφαλο σκύλο του, τον Όρθρο.” Σταμάτησε. “Μια προειδοποίηση μπορώ να κάνω”, πρόσθεσε χαμηλόφωνα.
“Να επικαλεστείς τη βοήθεια του Ηλίου.”
Ο υιός του ανθρώπου που ήταν και Υιός του Θεού αναχώρησε μέσα από τη Δωδέκατη Πύλη. Πήγε να αναζητήσει τον Γηρυόνη.
Ο Ηρακλής, μέσα στο ναό, έκανε προσφορές στον Ήλιο, τον Θεό του Πυρός.
Διαλογιζόταν επτά μέρες και έπειτα μια χάρη του δόθηκε.
Ένα χρυσό δισκοπότηρο έπεσε στο έδαφος μπροστά στα πόδια του.
Ήξερε, μέσα του, ότι το λαμπρό αυτό αντικείμενο θα τον έκανε ικανό να διασχίσει τις θάλασσες και να φτάσει στη χώρα της Ερύθειας.
Και έτσι ήταν.
Με την ασφαλή προστασία του χρυσού δισκοπότηρου, ταξίδευε διασχίζοντας τις φουρτουνιασμένες θάλασσες, μέχρις ότου έφτασε στην Ερύθεια.
Σε μια παραλία της μακρινής αυτής χώρας αποβιβάστηκε ο Ηρακλής.
Έπειτα από λίγο έφτασε στους βοσκότοπους, όπου έβοσκαν τα κοκκινόχρωμα βόδια. Τα φύλαγαν ο βοσκός Ευρυτίων και ο σκύλος με τα δύο κεφάλια, ο Όρθρος.
Όταν ο Ηρακλής πλησίασε, ο σκύλος πετάχτηκε σαν βέλος στο στόχο του.
Τινάχτηκε πάνω στον επισκέπτη, δείχνοντας τα νύχια του με κακία και τρίζοντας τα δόντια του με αγριάδα.
Ο Ηρακλής με ένα αποφασιστικό κτύπημα έριξε το τέρας στη γη.
Τότε ο Ευρυτίων, έντρομος ικέτευε το γενναίο πολεμιστή που στεκόταν μπροστά του, να λυπηθεί τη ζωή του.
Ο Ηρακλής δέχτηκε την παράκληση.
Οδηγώντας τα αιματόχρωμα ζώα μπροστά του, ο Ηρακλής στράφηκε προς την Ιερή Πόλη.
Δεν είχε προχωρήσει πολύ, όταν διέκρινε ένα μακρινό σύννεφο σκόνης, που όσο πήγαινε γινόταν μεγαλύτερο.
Υποθέτοντας ότι το τέρας ο Γηρυόνης ερχόταν με μανία προς αναζήτησή του, στράφηκε για ν’ αντιμετωπίσει τον εχθρό του.
Ευθύς, ο Γηρυόνης και ο Ηρακλής στάθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο.
Εκπνέοντας φωτιά και φλόγες από τα τρία κεφάλια, το τέρας όρμησε πάνω του.
Ο Γηρυόνης εκσφενδόνισε ένα δόρυ στον Ηρακλή, που παρά λίγο να βρει το στόχο του.
Με ένα γρήγορο βήμα στο πλάι, ο Ηρακλής απέφυγε το θανατηφόρο ακόντιο.
Τεντώνοντας το τόξο του, ο Ηρακλής έριξε ένα βέλος, που φάνηκε να καίει τον αέρα καθώς το έρριχνε και χτύπησε το τέρας κατευθείαν στο πλευρό.
Ρίχτηκε με τέτοια ορμή ώστε διαπέρασε και τα τρία σώματα του άγριου Γηρυόνη.
Με ένα διαπεραστικό, απελπιστικό βογκητό, το τέρας ταλαντεύτηκε και έπειτα έπεσε για να μη σηκωθεί ποτέ.
Έπειτα ο Ηρακλής οδήγησε τα γυαλιστερά κόκκινα βόδια στην Ιερή Πόλη.
Το έργο ήταν δύσκολο.
Πολλές φορές μερικά βόδια χάνονταν, αλλά ο Ηρακλής άφηνε το κοπάδι αναζητώντας τα περιπλανώμενα βόδια.
Οδήγησε τα βόδια του στην Ιταλία, διασχίζοντας τις Άλπεις.
Οπουδήποτε θριάμβευε το άδικο,
αντιμετώπιζε τις δυνάμεις του κακού με θανατηφόρο χτύπημα και
ισοστάθμιζε τον ζυγό υπέρ της δικαιοσύνης.
Όταν ο Ένιξ, ο παλαιστής, τον προκάλεσε σε μονομαχία, ο Ηρακλής τον έριξε κάτω τόσο δυνατά, ώστε έμεινε επί τόπου.
Όταν πάλι ο γίγαντας Αλκυονέας έριξε στον Ηρακλή ένα βράχο, που ζύγιζε έναν τόνο, αυτός άρπαξε το ρόπαλό του και του το εκσφενδόνισε σκοτώνοντάς τον.
Μερικές φορές έχανε το δρόμο του, αλλά πάντα ο Ηρακλής γύριζε πίσω, ακολουθούσε τα βήματά του και συνέχιζε το ταξίδι του.
Αν και κουρασμένος από τον πάρα πολύ απαιτητικό άθλο του, επιτέλους ο Ηρακλής γύρισε πίσω.
Ο Δάσκαλος περίμενε τον ερχομό του.
“Καλώς ήλθες Υιέ του Θεού που είσαι επίσης και υιός του ανθρώπου”, χαιρέτισε την επιστροφή του πολεμιστή.
“Το παράσημο της αθανασίας σου ανήκει.
Με αυτούς τους δώδεκα άθλους,
- ξεπέρασες το ανθρώπινο και
- τοποθετείσαι στο Θείο.
Πρέπει να έλθεις στο Σπίτι σου και να μην φύγεις πια.
Στο έναστρο στερέωμα θα γραφεί το όνομά σου, ένα σύμβολο στους αγωνιζόμενους υιούς των ανθρώπων για το αθάνατο πεπρωμένο τους.
Οι ανθρώπινοι άθλοι τελείωσαν, αρχίζουν τα κοσμικά σου έργα.”
Από την Αίθουσα του Συμβουλίου ήρθε μια φωνή που έλεγε:
“Καλώς έγιναν, Υιέ του Θεού”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου