Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2009

Ο ένατος άθλος του Ηρακλή Οι Στυμφαλίδες όρνιθες














ΔΑΡΚΕΙΑ: 00:07.50





Ο Μύθος


Μέσα στον τόπο της ειρήνης στάθηκε ο Δάσκαλος και μίλησε στον Ηρακλή.

Υιέ του Θεού, που είσαι και υιός του ανθρώπου

ήρθε ο καιρός να βαδίσoυμε έναν άλλο δρόμο.

Στέκεσαι στην Ένατη Πύλη.

Να περάσεις και να βρεις το βάλτο της Στυμφαλίας, όπου κατοικούν τα όρνεα της αφανισμένης ερήμου.

Έπειτα, ανακάλυψέ τα για να τα διώξεις από τη απέραντη και ασφαλή κατοικία τους”.


Σταμάτησε για λίγο.

Η φλόγα που λάμπει πάνω από το νου, αποκαλύπτει τη σίγουρη κατεύθυνση.

Το έργο περιμένει. Τώρα πρέπει να περάσεις από την ένατη Πύλη.”


Έπειτα, ο Ηρακλής, ο υιός του ανθρώπου που ήταν και Υιός του Θεού, προχώρησε.

Αναζητούσε επί πολύ καιρό μέχρι να φτάσει στη Στυμφαλία.

Μπροστά του βρισκόταν ο δύσοσμος βάλτος.

Καθώς ο Ηρακλής πλησίαζε, ένα πλήθος από όρνεα έκρωζαν βραχνά, μια απειλητική και παράφωνη χορωδία.


Είδε τα όρνεα από κοντά. Ήταν μεγαλόσωμα, άγρια και αποκρουστικά.

Καθένα είχε ένα σιδερένιο ράμφος, ακονισμένο σαν σπαθί.

Τα φτερά τους έμοιαζαν επίσης με ατσάλινες λεπίδες και αν έπεφταν, θα μπορούσαν να σχίσουν στα δύο τα κρανία των κουρασμένων διαβατών.

Τα νύχια τους σε δύναμη και αιχμηρότητα, ήταν σαν τα ράμφη τους.


Ο Ηρακλής είδε τρία όρνεα, να ορμούν επάνω του.

- Κάθισε κατάχαμα και

  • φυλαγόταν από τυχόν επιθέσεις.

Με το βαρύ ρόπαλο που κρατούσε

κτύπησε ένα όρνεο στη ράχη και αντήχησε δυνατά.

Δύο φτερά έπεσαν σαν βολίδες στη γη και σφύριζαν καθώς βυθίζονταν στο εύφορο χώμα.

Στο τέλος τα όρνεα αποσύρθηκαν.


Ο Ηρακλής στέκονταν στο βάλτο και συλλογιζόταν πώς

θα μπορούσε να επιτύχει το έργο που του ανατέθηκε.

Συλλογιζόταν πώς να απαλλάξει τον τόπο από τα αρπακτικά αυτά όρνεα.


Με πολλές σκέψεις έψαχνε να βρει τον τρόπο.

Πρώτα δοκίμασε να τα σκοτώσει με την φαρέτρα του γεμάτη βέλη.

Τα λίγα που σκότωσε δεν ήταν παρά ένα μέρος των πολλών που έμειναν και που υψώθηκαν σαν σύννεφα τόσο πυκνά, ώστε έκρυψαν τον ήλιο.


Μετά σκέφτηκε να στήσει παγίδες μέσα στο βάλτο.

Αλλά ούτε βάρκα ούτε ανθρώπινα πόδια, μπορούσαν να διασχίσουν το βούρκο.


Ο Ηρακλής σταμάτησε.

Έπειτα θυμήθηκε τα λόγια της συμβουλής που του δόθηκε.

Η φλόγα που λάμπει πάνω από το νου, αποκαλύπτει τη σίγουρη κατεύθυνση.”


Αφού σκέφθηκε πολύ, ήρθε στο νου του μια μέθοδος.

Είχε δύο κύμβαλα, μεγάλα και ορειχάλκινα, που έκαναν έναν οξύτατο απόκοσμο ήχο.

Έναν ήχο τόσο διαπεραστικό και τραχύ, που μπορούσε να τρομάξει και πεθαμένο. Στον ίδιο τον Ηρακλή ο ήχος ήταν τόσο αφόρητος, ώστε κάλυψε τα αυτιά του με βάτα.


Στο λυκόφως, όταν ο βάλτος είχε πυκνώσει από αναρίθμητα όρνεα, ο Ηρακλής επέστρεψε.

Τότε άρχισε να χτυπά συνεχώς τα κύμβαλα με οξύ πάταγο.

Ένας διαπεραστικός και εκκωφαντικός θόρυβος επακολούθησε, ώστε και ο ίδιος ο Ηρακλής δύσκολα άντεχε τον ήχο.


Ποτέ πριν δεν είχε ακουστεί στη Στυμφαλία μια τόσο ενοχλητική στα αυτιά παραφωνία.


Ζαλισμένα και ενοχλημένα από έναν τόσο τερατώδη θόρυβο, τα αρπακτικά όρνεα σηκώθηκαν στον αέρα με άγρια φτερουγίσματα των ορειχάλκινων φτερών τους κρώζοντας βραχνά και τρομαγμένα.

Μέσα σε πλήρη σύγχυση, το απέραντο σύννεφο των πτηνών, έφυγε με μανιακή βία, για να μην ξαναγυρίσει ποτέ.


Σιωπή απλώθηκε σ’ όλο το βάλτο.


Τα φοβερά όρνεα εξαφανίστηκαν.

Το αμυδρό φέγγος του ήλιου που βασίλευε, φαινόταν σαν να τρεμοσβήνει στο τοπίο που σκοτείνιαζε.


Όταν ο Ηρακλής γύρισε πίσω, ο Δάσκαλος τον χαιρέτησε:

Τα όρνια της σφαγής εκδιώχθηκαν. Ο άθλος πραγματοποιήθηκε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου